κακοριζικιά

κακοριζικιά
και κακορ[ρ]ιζικιά η (Μ κακορ(ρ)ιζικιά) [κακορ(ρ)ίζικος]
ατυχία, δυστυχία, γρουσουζιά, αθλιότητα, μιζέρια
νεοελλ.
στρυφνότητα χαρακτήρα, δυστροπία, ιδιοτροπία
μσν.
κακούργημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακορριζικιά — η (Μ κακορριζικιά) βλ. κακοριζικιά …   Dictionary of Greek

  • μαγκουφιά — η 1. η ιδιότητα τού μαγκούφη, το να ζει κάποιος μόνος 2. το να είναι κάποιος αποτυχημένος, ανεπρόκοπος 3. κακομοιριά, κακοριζικιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούφης + κατάλ. ιά (πρβλ. γρουσουζιά, γυφτ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”